ετερόσχημος

ετερόσχημος
ἑτερόσχημος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα ή μορφή
αρχ.
αυτός που δεν είναι τακτικός ή κανονικός, ο ακανόνιστος, ο άτακτος («ἑτερόσχημα διαλείμματα», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -σχημος (< σχήμα), (πρβλ. κακό-σχημος, εύ-σχημος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

  • ετεροσχήμων — ἑτεροσχήμων, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, ο ετερόσχημος 2. αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το σχήμα. επίρρ... ἑτεροσχημόνως (Α) με διαφορετικό ή αλλοιωμένο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σχήμων (< σχήμα), πρβλ. πολυ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”